- φοινικώ
- -άω, ΜΑ [φοῑνιξ (Ι), -οίνικος]φοινίσσω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικῷ — φοινίκεος purple red masc/neut dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικῶι — φοινικῷ , φοινίκεος purple red masc/neut dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράμμα — το / ῥάμμα, ΝΜΑ νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.) νεοελλ. 1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να … Dictionary of Greek